ΦΑΣΣΑ

ΦΑΣΣΑ:Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε μέγεθος είδος στην κατηγορία των περιστεροειδών. Το συνολικό μήκος της μπορεί να φθάσει τα 45 εκατοστά, ενώ το βάρος της μπορεί να ξεπεράσει τα 500 γραμμάρια (έχει βρεθεί πουλί που ζύγιζε 680 γραμμάρια).

Το πτέρωμά της είναι γκρι-σταχτί με λευκές κηλίδες στον λαιμό - κάτι που απουσιάζει από τα νεαρά πουλιά - ενώ από μία λευκή πινελιά έχει κάθε φτερούγα της.

Απαντάται σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και Δυτική Ασία. Τον βιότοπό της αποτελούν κυρίως τα δάση από οξιές, βελανιδές και αριές, ενώ δεν διστάζει κατά τη διάρκεια της ημέρας να επισκέπτεται και τις γεωργικές καλλιέργειες στις πεδινές εκτάσεις.

Στην Κεντρική και στη Βόρεια Ευρώπη δεν είναι σπάνιο να συναντήσουμε φάσσες σε πάρκα ακόμη και μέσα σε μεγαλουπόλεις, θέαμα που όσοι συνάδελφοι έλληνες κυνηγοί έχουν αντικρίσει τους προκαλεί «αγανάκτηση» σκεπτόμενοι τις ατελείωτες ώρες προσμονής στα ελληνικά βουνά προκειμένου να δουν έστω και το χρώμα της.

Εκτός από τα βελανίδια και τους καρπούς της οξιάς, η φάσσα προτιμά επίσης το σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι, τον λιναρόσπορο, τα φασόλια, τα ρεβίθια, τις φακές κτλ. Για αυτόν τον λόγο επισκέπτεται συχνά τα πεδινά.

Το γεγονός ότι δεν περιφρονεί τα έντομα, τα σκουλήκια και τα σαλιγκάρια την κατατάσσουν στα παμφάγα είδη του πτερωτού βασιλείου.

H φάσσα είναι είδος μονογαμικό. Γεννά 2 ή 3 ολόλευκα αβγά, ενώ αν οι συνθήκες τής το επιτρέψουν (κλίμα, βλάστηση, τροφή) μπορεί να γεννήσει περισσότερες από 2 ή 3 φορές τον χρόνο.

Πουλί κοινωνικό και ποτέ μοναχικό, ζει σε σμήνη των 10-20 ατόμων, που όταν σμίγουν, προκειμένου να μεταναστεύσουν, δημιουργούν σμήνη εκατοντάδων ή και χιλιάδων μελών, η θέα και η βοή των οποίων προκαλούν δέος.

Τα εύρωστα φτερά του μεγάλου και μυώδους αυτού πουλιού καθώς και το αεροδυναμικό του σχήμα το κάνουν ταχύτατο και ιδιαίτερα ευέλικτο. Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα ένα κοπάδι μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση. H δε ταχύτητά του υπό συνθήκες μετανάστευσης ή τοπικής μετακίνησης μπορεί να ξεπεράσει τα 80 χλμ. την ώρα. Το γεγονός αυτό αποτελεί ίσως και τη μεγαλύτερη δυσκολία στο κυνήγι της, καθώς η παρουσία της δεν είναι ποτέ και πουθενά δεδομένη.

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι για ένα πτηνό με τέτοιες ικανότητες, η διαδρομή από τα ελληνοαλβανικά σύνορα ως τα ορεινά της Ναυπακτίας δεν είναι παρά ένας περίπατος, ενώ από τη Δράμα ως την Τρίπολη είναι μία μικρή εκδρομή. Ετσι, λοιπόν, οι φανατικοί κυνηγοί της φάσσας βασίζονται κατά πολύ στις ακριβείς πληροφορίες των κατά τόπους «ανταποκριτών» τους, δηλαδή των ντόπιων. Από τα μέσα Οκτωβρίου βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία με τους τόπους «υποδοχής» της, οι πληροφορίες διασταυρώνονται και η ετοιμότητα λίγων μόλις ωρών για αναχώρηση είναι επιβεβλημένη. Οταν εξακριβωθεί ότι τα πουλιά έχουν «μπει», οι έμπειροι φασσοκυνηγοί αναζητούν τα μέρη όπου αφθονεί το βελανίδι και είναι πιο πιθανό ότι θα «κρατήσει» τα πουλιά μιας και είναι ο αγαπημένος τους καρπός, αλλά και πάλι ο εντοπισμός τους είναι αμφίβολος λόγω των συχνών μετακινήσεών τους.

Με «καμουφλάζ» στο καρτέρι

H κάλυψη στο καρτέρι της φάσσας είναι ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφεί πολλά - και όχι αδίκως, αφού χωρίς αυτήν δεν έχουμε καμία ελπίδα να μας προσεγγίσει.

Με την οξύτατη όρασή της μπορεί να αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση του κυνηγού, γι' αυτό χρειάζεται τέλεια προσομοίωση στο περιβάλλον και καλό κρύψιμο, χωρίς όμως υπερβολές γιατί αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση της ορατότητας και είναι πιθανόν τα πουλιά να αιφνιδιάσουν τον κυνηγό που δεν έχει πλέον τον απαιτούμενο χρόνο αντίδρασης.

Ιδανικό καρτέρι είναι αυτό που παρέχει εκτός από καλή κάλυψη και δυνατότητα διόπτευσης στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αφού για το κυνήγι της φάσσας όπως λένε χαρακτηριστικά οι παλιοί κυνηγοί «χρειάζονται μάτια και στην πλάτη».

Βέβαια, σε κάθε φασσοκυνηγό που σέβεται τον εαυτό του έχει τύχει να βρεθεί μακριά από τη φυλάχτρα του εκτεθειμένος σε ένα ερχόμενο κοπάδι την ώρα που κατευθύνεται στο αυτοκίνητό του για να πάρει κάτι που ξέχασε ή επισκέπτεται το παρακείμενο καρτέρι του φίλου του. Το καλύτερο που έχει να κάνει την «άτυχη» αυτή στιγμή είναι να μείνει ακίνητος με τα μάτια προς τα κάτω.

H συγκεκριμένη αντίδραση θεωρείται η πλέον επιβεβλημένη σε μια τέτοια περίσταση. Οι βεβιασμένες κινήσεις για άμεση κάλυψη του κυνηγού έχουν αντίθετα αποτελέσματα.

Ο κυνηγός πρέπει να βρίσκεται σε εγρήγορση καθ' όλη τη διάρκεια του καρτεριού, γιατί είναι σύνηθες το φαινόμενο σε στιγμές που αποσπάται η προσοχή του να περάσει ένα μεγάλο σμήνος από πάνω του απαρατήρητο. Αν είναι τυχερός και οι φωνές της παρέας τον επαναφέρουν εγκαίρως στην πραγματικότητα, τότε είναι πολύ πιθανόν να προλάβει έστω να σηκώσει το τουφέκι.

Το κατάλληλο ντύσιμο

Το πρωινό «αεράκι» του Νοεμβρίου σε υψόμετρο 800μ. και άνω, σε συνδυασμό με την ακινησία στο καρτέρι, μπορεί να αντιμετωπιστεί από τον κυνηγό μόνο με την κατάλληλη ενδυμασία.

Τα χρόνια όπου οι κυνηγοί φορούσαν πολλά ρούχα για να αντέξουν το κρύο έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα αρκεί ένα ολόσωμο ισοθερμικό, ένα πουλόβερ και ένα μπουφάν για να περιορίσουν αισθητά το ψύχος και να διατηρήσουν το σώμα του κυνηγού στη σωστή θερμοκρασία, δίνοντάς του ευχέρεια κινήσεων και δυνατότητα άμεσης επώμισης.

Πάντως, ορισμένες κατά διαστήματα δοκιμαστικές επωμίσεις, αν και μπορεί να προκαλέσουν ειρωνικά σχόλια από τα διπλανά καρτέρια, εντούτοις αποτελούν έξυπνη λύση προκειμένου ο κυνηγός να διατηρείται «ζεστός» και να πραγματοποιήσει την κατάλληλη στιγμή μια σωστή επώμιση.

Μάλλινος σκούφος ή καπέλο με γούνινη επένδυση προφυλάσσει από το ξεροβόρι ενώ για τους συνάδελφους κυνηγούς με φτωχή κόμη εξυπηρετεί και για λόγους κάλυψης.

Τις ημέρες των περασμάτων, μία - μιάμιση ώρα μετά το ξημέρωμα, ο αριθμός των πουλιών που θα κάνουν την εμφάνισή τους αποτελεί ένα σχετικά ασφαλές βαρόμετρο για το κατά πόσο θα έχει κυνηγετικό ενδιαφέρον το υπόλοιπο της ημέρας.

Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις όπου η εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων έχουν φέρει τα πάνω κάτω κατά τη διάρκεια μιας κυνηγετικής εξόρμησης.

Με βροχή, πυκνές νεφώσεις ή ομίχλη και με νότιους ανέμους το πέρασμα συνήθως αναβάλλεται για κάποια άλλη φορά. Σε αυτή την περίπτωση το καλύτερο για την κυνηγετική παρέα είναι να επισκεφθεί την ταβέρνα του πλησιέστερου χωριού.

Σε περίπτωση που οι φάσσες έχουν ήδη εγκατασταθεί σε κάποια περιοχή (ντοπιάριακες στη γλώσσα των κυνηγών), το κυνήγι τους γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας και καλό είναι να μην εγκαταλείπονται τα καρτέρια μετά τις πρώτες ώρες απραξίας. Πόσες φορές έχει τύχει την ώρα που βάζουμε το κλειδί στο αυτοκίνητο ή μαζευόμαστε γύρω από τη φωτιά με την παρέα μας να περνούν «βασανιστικά» αργά και προκλητικά χαμηλά ακριβώς πάνω από το σημείο όπου μέχρι πριν από λίγο «ξεροσταλιάζαμε» για ώρες!..

H φάσσα δεν είναι απρόβλεπτη μόνο ως προς τον χρόνο διέλευσής της πάνω από τα καρτέρια των κυνηγών, αλλά και ως προς το σημείο από όπου θα περάσει. Υπάρχουν, βέβαια, και παραδοσιακά καρτέρια όπου οι φάσσες κάθε χρόνο είναι συνεπείς στο «ραντεβού» τους, αλλά δεν είναι και τα μοναδικά.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσει ο κυνηγός κατά τη διέλευση του σμήνους πάνω από το καρτέρι του. Θα πρέπει να μη βιαστεί να σηκώσει το όπλο του στα προπορευόμενα πουλιά ώστε να μη διασκορπιστεί το σμήνος και να δοθεί η δυνατότητα και σε άλλους κυνηγούς για κάποια εύστοχη βολή.

Τα κατάλληλα όπλα

Το «μισό» ή τα «2/3» είναι από τα πιο ενδεδειγμένα τσοκ για την κάννη του κυνηγετικού όπλου, αν και δεν είναι λίγες οι φορές που απαιτείται κύλινδρος, όταν τα πουλιά πετούν σε πολύ χαμηλό ύψος. Φυσίγγια με σκάγια Νο 6 ή 7 και ισχυρή γόμωση θεωρούνται για το κυνήγι της φάσσας από τα πλέον αποτελεσματικά.

Οι ορεινοί όγκοι της Δράμας, της Ευρυτανίας, των Γρεβενών, της Ναυπακτίας είναι μέρη κλασικά, με περιζήτητα και πολλά υποσχόμενα καρτέρια - αρκεί βέβαια να βρείτε χώρο να παρκάρετε.

Αναζήτηση στο site